- ξετραχηλίζω
- 1. (συν. για ένδυμα) κόβω το ύφασμα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στον τράχηλο, στον λαιμό2. (το μέσ.) ξετραχηλίζομαια) αφήνω ακάλυπτο τον λαιμό μου («βγῆκε ἔξω ξετραχηλισμένη»)β) μτφ. i) γίνομαι αναιδής, ξετσίπωτος («έχει ξετραχηλιστεί τελείως»)ii) εξαθλιώνομαι ηθικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξετραχήλισα (βλ. και λ. ξ[ε]-), αόρ. τού ἐκτραχηλίζω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.